ἔψαλλε

ἔψαλλε
ψάλλω
pluck
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

  • ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… …   Dictionary of Greek

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • σιμωδός — ὁ, Α ηθοποιός, όπως και ο ιλαρωδός, που υποκρινόταν ταπεινά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα, έψαλλε σιμωδίες και εκτελούσε ορχηστικά παντομιμικά σχήματα με τη συνοδεία έγχορδων μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σῖμος(βλ. λ. σιμός) + ῳδός (< ᾠδή),… …   Dictionary of Greek

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • υμναγωγός — ὁ, Α ηγέτης τού ύμνου, επικεφαλής χορού που έψαλλε ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • Αδόλιος — (4ος αι. μ.Χ.).Ασκητής από την Ταρσό της Κιλικίας, πρόδρομος των στυλιτών. Είχε εγκατασταθεί στην περιοχή του όρους των Ελαιών στην Παλαιστίνη και κάθε μέρα, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, μετά τη δύση του ήλιου, έμενε στην ύπαιθρο και… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… …   Dictionary of Greek

  • Πανίδης — Μυθικός βασιλιάς της Εύβοιας, αδελφός του βασιλιά της Χαλκίδας Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε σε μάχη με τους Ερετριείς με αφορμή το Ληλάντιο πεδίο. Στους αγώνες που έγιναν για να τιμηθεί ο θάνατος του Αμφιδάμαντα διαγωνίστηκαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”